- κατεσκευασμένον
- κατασκευάζωequipperf part mp masc acc sgκατασκευάζωequipperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NUMIDIA — regio africae mediterran. Metagonitis, Plinio l. 5. c. 3. in Libyae interioris et Mauritaniae confinio. Olim sub Regibus fuit, inter quos celebris masinissa, Populi Romani soclus, qui, violatus a Carthaginensibus, bello Punico tertio occasionem… … Hofmann J. Lexicon universale
VAGNA — in Gloss. vas vinarium ingentis magnitudinis, idem quod Buttis et Cupa, quas voces vide. Unde Graeci Grammatici, vocem Latinam suô more dum exprimere conautr, Maganam fecêre. Suidas, γαυλὸς, οἰνηρὸν ἀγγεῖον, εν ξύλων κατεσκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
πλακίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν [ἐν] τῇ ἑορτῇ τῶν Παναθηναίων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. θωρακ ίς, φυλακ ίς)] … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek